- παρωτίδα
- (Ανατ.). Είναι ο μεγαλύτερος από τους σιελογόνους αδένες και ονομάζεται έτσι εξαιτίας της γεντνίασής του με τον έξω ακουστικό πόρο. Βρίσκεται πίσω από τον ανιόντα κλάδο της κάτω γνάθου και έρχεται σε επαφή με μερικά γειτονικά όργανα, τα σπουδαιότερα από τα οποία είναι η έξω καρωτίδα, η έξω σφαγίτιδα φλέβα, το πνευμονογαστρικό, το υπογλώσσιο και τέλος το προσωπικό νεύρο, το οποίο και διασχίζει τον αδένα. Αποτελείται από αδενοκυψέλες ενωμένες σε λοβία που εκκρίνουν το σάλιο της π., υγρό διαυγές χωρίς βλέννη, που περιέχει πτυαλίνη, ένζυμο, που από το στόμα ήδη αρχίζει την πέψη του αμύλου. Το σάλιο φτάνει στο στόμα μέσω ενός δικτύου αγωγών που συρρέουν στον στενονιακό πόρο, ο οποίος εκβάλλει στη στοματική κοιλότητα στο ύψος του αυχένα του δεύτερου άνω γομφίου. Από ης παθήσεις του αδένα αναφέρουμε την παρωτίτιδα και τους μεγάλους μεικτούς όγκους.
* * *η / παρωτίς, -ίδος, ΝΜΑο μεγαλύτερος από τους σιαλογόνους αδένες, που βρίσκεται εμπρός από το πτερύγιο τού αφτιού και πίσω από τον ανιόντα κλάδο τού οστού τής κάτω γνάθου στα δύο πλάγια τού προσώπουμσν.-αρχ.λοιμώδης φλεγμονή τής παρωτίδας, η παρωτίτιδααρχ.1. ο λοβός τού αφτιού2. αρχιτεκτονικό κόσμημα στο άκρο τού υπερθύρου.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + -ωτίς, -ίδος (< οὖς, ὠτός «αφτί»), πρβλ. μυοσ-ωτίς].
Dictionary of Greek. 2013.